- αδεκάτιστος
- -η, -ο [δεκατίζω]1. αυτός που δεν έχει υποστεί μεγάλες απώλειες ή φθορές2. αδεκάτευτος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδεκάτευτος — αδεκάτευτος, η, ο και αδεκάτιστος, η, ο αυτός που δεν πληρώνει το φόρο της δεκάτης: Στην τουρκοκρατία ορισμένα ορεινά χωριά έμεναν αδεκάτευτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)